όβριμος

όβριμος
ὄβριμος, -ον, θηλ. και ὀβρίμα (Α)
1. (για τον Άρη, τον Αχιλλέα, τον Έκτορα, την Κυβέλη, αλλά και για ήρωες και για κοινούς ανθρώπους) ισχυρός, κραταιός, δυνατός («πέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα», Αισχύλ.)
2. (για πράγματα) μεγάλος, πελώριος («διὰ μὲν ἀσπίδος ἦλθε φαεινῆς ὄβριμον ἔγχος», Ομ. Ιλ.)
3. μτφ. α) βαρύς, ανυπόφορος («φέρε δ' ὄβριμον ἄχθος», Ομ. Οδ.)
β) αδυσώπητος («ἀπέταμὲν σε... μῑσος ὄβριμον ἀστῶν», Αισχύλ.)
4. (για νερό) ραγδαίος, σφοδρός, ορμητικός
5. (η αιτ. τού ουδ. ως επίρρ.) ὄβριμον
δυνατά, βίαια
6. φρ. «ὄβριμα έργα» — μεγάλα έργα, έργα ισχύος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὄβρῐμος πρέπει να συνδέεται με τα σημασιολογικώς συγγενή βρῑμη «ισχύς, δύναμη», βρῑαρός «δυνατός». Το βραχύ -ι- τού ὄβριμος συγκριτικά με το μακρό -ι- τών βρίμη / βριαρός οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση τών επιθ. σε -ῐμος (πρβλ. άλκιμος). Το αρκτ. -, εξάλλου, τής λ. παραμένει δυσερμήνευτο, αν και έχει διατυπωθεί άποψη ότι πρόκειται για πρόθημα (βλ. λ. -[ΙΙ]). Η άποψη κατά την οποία η λ. παράγεται από ὄμβρος «βροχή» + κατάλ. -ιμος δεν θεωρείται πιθανή. Εξίσου απίθανη θεωρείται και η άποψη ότι η λ. δεν έχει ινδοευρωπαϊκή προέλευση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὄβριμος — strong masc nom sg ὄβριμος strong masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄβριμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄβριμον — ὄβριμος strong masc acc sg ὄβριμος strong neut nom/voc/acc sg ὄβριμος strong masc/fem acc sg ὄβριμος strong neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβρίμων — ὄβριμος strong fem gen pl ὄβριμος strong masc/neut gen pl ὄβριμος strong masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβριμωτάτου — ὄβριμος strong masc/neut gen superl sg ὄβριμος strong masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβρίμου — ὄβριμος strong masc/neut gen sg ὄβριμος strong masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβρίμους — ὄβριμος strong masc acc pl ὄβριμος strong masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβρίμῳ — ὄβριμος strong masc/neut dat sg ὄβριμος strong masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄβριμα — ὄβριμος strong neut nom/voc/acc pl ὄβριμος strong neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄβριμε — ὄβριμος strong masc voc sg ὄβριμος strong masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”